- χερσοθρυῖτις
- χερσο-θρῠῖτις, ιδος, ἡ (sc. γῆ), = foreg., POxy.1347 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χερσοθρυίτις — υίτιδος, ἡ, Α (ενν. γῆ) το χερσοθρύϊον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + θρύον «βούρλο» + κατάλ. ῖτις (πρβλ. καλαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek